- κρήνηνδε
- κρήνηνδε, zur Quelle hin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρήνηνδε — (Α) επίρρ. στην πηγή («ταὶ δὲ μεθ ὕδωρ ἔρχεσθε κρήνηνδε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνην + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. οίκα δε, πόλιν δε)] … Dictionary of Greek
κρήνηνδε — to a well indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek